~~~~~~~~~~

......................................................................................................................... ...ένα βήμα μπροστά.....

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Νέα Μάκρη είναι πόλη της βορειοανατολικής Αττικής. Ανήκει διοικητικά στον Δήμο Μαραθώνα. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι 15.554 κατοίκους. Ιδρύθηκε το 1924, από τον Αντώνιο Τζιζή, όταν έφθασαν οι πρώτοι κάτοικοί της, πρόσφυγες από τα παράλια της Λυκίας Μικράς Ασίας, από τις ιωνικές κωμοπόλεις Μάκρη Λεβίσσι. Η οικιστική, οικονομική και τουριστική ανάπτυξη της Νέας Μάκρης τα τελευταία χρόνια υπήρξε ραγδαία. Έχει έκταση 36.662 στρέμματα και ο μόνιμος πληθυσμός της ανέρχεται στους 13.986 κατοίκους. Ως παραθεριστικό κέντρο, το καλοκαίρι, ξεπερνά τους 90.000 - 120.000 κατοίκους μιας και έχει χιλιάδες μόνιμους παραθεριστές που διαθέτουν εξοχική κατοικία. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Άνθρωποι και Φύση πάνω από τα κέρδη

"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟ ΜΑΤΙ

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Οταν οι πρόσφυγες άλλαζαν την εικόνα της μεσοπολεμικής Ελλάδας



Ο ξεριζωμένος μικρασιατικός πληθυσμός ένιωσε τον ρατσισμό στη «μητέρα πατρίδα». Γκετοποιήθηκε, αλλά έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, που ήρθε να ανακόψει η δικτατορία του Μεταξά.

→Στο επίκεντρο του ρατσισμού μπαίνουν κυρίως οι γυναίκες πρόσφυγες οι οποίες θεωρούνται «απειλή» για πολλούς λόγους…


Της Ιωάννας Σωτήρχου*

«Το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την “προσφυγικήν αγέλην”. Η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη των “καθαρών” Ελλήνων, αλλά και πόλη των προσφύγων». Πόσο σύγχρονο φαντάζει το άρθρο του Γ. Βλάχου στην «Καθημερινή» της 16ης Ιουλίου 1928, σε μια χώρα όπου τα πρωθυπουργικά χείλη έχουν μιλήσει για «ανακατάληψη της πόλης», ο εκάστοτε υπουργός Υγείας αποκαλύπτει την ξενόφοβη «υγειονομική βόμβα» και οι κήρυκες της μισαλλοδοξίας -έργω και λόγω- αναζητούν την «προστασία των Ελλήνων από τον ρατσισμό»;
Εντονότατο το προσφυγικό ζήτημα τότε, λίγα χρόνια αφότου η Ελλάδα δέχτηκε σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Τεράστια τα μεγέθη. Και η ειρωνεία είναι ότι αυτοί που μιλούσαν για «καθαρούς Ελληνες» αποκαλούσαν «παστρικιές» τις γυναίκες προσφυγικής καταγωγής ακριβώς γιατί πλένονταν…


Στον Τύπο της εποχής
Μήπως ο ρατσισμός μας είναι τελικά ιστορικός, όπως τουλάχιστον φανερώνουν οι συχνές αναφορές στον Τύπο της εποχής και μάλιστα σε βάρος ομόθρησκων και ομόγλωσσων εν πολλοίς πληθυσμών; «Ο άνθρωπος διαμορφώνεται κοινωνικά, όπως και ο ρατσισμός που και τότε βασίστηκε σε πολιτισμικές αλλά κυρίως πολιτικές διαφορές. Και τότε ήταν μια κοινωνία σε ύφεση, φτωχή, και η κυρίαρχη πολιτική τάξη ευνοούσε τον ρατσισμό όπως παγίως χρησιμοποιεί το “διαίρει και βασίλευε”. Από τη στιγμή που υπάρχει οικονομική κρίση, υπάρχει και το κατάλληλο έδαφος για την εξουσία να δημιουργήσει τις αντιπαραθέσεις που την ευνοούν για να εκμεταλλευτεί τα υπάρχοντα προβλήματα.
»Τους πρόσφυγες τους χρησιμοποίησαν για πολιτικούς λόγους και η Βενιζελική παράταξη που τους ήθελε για ψηφοφόρους και το Λαϊκό Κόμμα, η τότε Δεξιά, η οποία, αφού δεν της ήταν χρήσιμοι πολιτικά, χρησιμοποιούσε έναν καθαρά ρατσιστικό λόγο σε βάρος τους, με περίπου την ίδια λογική με σήμερα…» μας λέει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης που έχει φωτίσει το θέμα στο άρθρο του «Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα. Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης» και μας μιλάει για τις ομοιότητες και τις διαφορές με εκείνη την εποχή.
Είναι ακριβώς το σημείο που οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, με τα σοβαρά προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν, δεν βλέπουν ορατή λύση και αρχίζουν να ριζοσπαστικοποιούνται.
«Η απογοήτευσή τους τους απομακρύνει από τον Βενιζέλο και στρέφονται προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, αποκτούν συνδικαλιστική συνείδηση και συνδέονται με τους μεγάλους αγώνες του εργατικού κινήματος με αποκορύφωμα την Πρωτομαγιά του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Τμήμα αυτού του κόσμου, που είναι και αρκετά μορφωμένοι, συνειδητοποιείται πολιτικά και καταλαβαίνει ποια είναι η θέση του, αφού δυσκολεύεται να ενταχθεί σε μια πραγματικότητα που τους περιφρονεί. [...] Σε συνδυασμό με την πτώχευση του ’32 που δημιουργεί μια φοβερή αλλαγή στα λαϊκά στρώματα, γιατί αυτά πληρώνουν δυσανάλογα με τις μειώσεις μισθών και την απαξίωση της οικονομικής τους δύναμης, έχουμε μαζικές αναταραχές και κινητοποιήσεις στο χώρο της εργασίας. Ο αστικός χώρος, μη έχοντας τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, θα προωθήσει τη λύση Μεταξά, στον οποίο δίνει την εξουσία ο βασιλιάς…».
Διόλου τυχαία για τον συνομιλητή μας, οι πρόσφυγες που γκετοποιήθηκαν και υπέστησαν τον ρατσισμό από τους παλαιοελλαδίτες, έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος που «ήρθε να θεραπεύσει» η δικτατορία του Μεταξά. Η εμπλοκή του Τύπου σε αυτήν την πορεία ήταν άμεση, «αφού, μέσω του Τύπου, μοναδικού μέσου ενημέρωσης τότε, προετοίμασαν και κατεύθυναν την κοινή γνώμη της περιόδου με στόχο να προωθήσουν την πολιτική τους».
Η άνθηση που γνωρίζει η λαϊκή κουλτούρα στον Μεσοπόλεμο εξαιτίας των προσφύγων που φέρνουν μαζί τους έναν νέο πολιτισμό είναι απογειωτική: στους συνοικισμούς τους παίζουν από ευρωπαϊκά μέχρι ανατολίτικα τραγούδια, άλλωστε οι διευθυντές στις πρώτες δισκογραφικές εταιρείες που δημιουργούνται εκείνη την εποχή είναι προσφυγικής καταγωγής. Οι ντόπιοι ενοχλούνται όχι μόνο από τον χορό και το τραγούδι που αρχίζει να εκτοπίζει τη δημοτική μουσική αλλά και από τα εδέσματα με τις εξωτικές μυρωδιές και το ποτό, που αντιπαρατίθενται στην παραδοσιακή κουζίνα: οι μεζέδες και το κεμπάπ εκτοπίζουν τη βραστή γίδα και τις πίτες, ενώ το ούζο κερδίζει έδαφος έναντι της… ρετσίνας.
Στο επίκεντρο του ρατσισμού, όμως, μπαίνουν κυρίως οι γυναίκες πρόσφυγες οι οποίες θεωρούνται «απειλή» για πολλούς λόγους. Αφενός η απογραφή πληθυσμού αποδεικνύει «ότι η γυναικεία παίδευσις είχε προοδεύσει μεταξύ του υποδούλου Ελληνισμού πολύ ενωρίτερον από τον ελεύθερον…» – Α. Αιγίδη απογραφή πληθυσμού 1928. Αφετέρου είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος τους στις προσφυγικές συνοικίες, όχι λόγω κάποιας χειραφέτησης αλλά για τις ανάγκες της επιβίωσης, αφού υπερτερούν των αντρών που έχουν καταφέρει να γλιτώσουν την καταστροφή – είναι σχεδόν διπλάσιες και αναγκάζονται να δουλέψουν. Και, εκτός από μορφωμένες, αρκετές προέρχονται από ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον, με αποτέλεσμα ο τρόπος που ντύνονταν αλλά κυρίως το γεγονός ότι βάφονταν να ισοδυναμεί με «προστυχιά» επιτρέποντας στις απαξιωτικές διακρίσεις να προσλάβουν μια ηθική διάσταση.
Ενδεικτικά τα αποσπάσματα από το άρθρο του συγγραφέα Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» στις 10 Ιουλίου του 1923: «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Εχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες [...] και μάτια [...] γεμάτα ηδονισμό. Αρέσκονται [...] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά [...][ καπνίζουν με ηδονή [...]. Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. [...] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσ’ στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια…».

Διπλά στοχοποιημένες
«Οι γυναίκες ήταν διπλά στοχοποιημένες και από τους Ελλαδίτες και από τους ίδιους τους πρόσφυγες, γιατί και οι πρόσφυγες δεν ήταν ομογενοποιημένοι, άλλοι ήταν από τα πιο εύπορα παράλια, και άλλοι από την οθωμανική ενδοχώρα και τον Πόντο. Οπότε η διαφορετικότητα της πιο προχωρημένης Σμυρνιάς, σε επίπεδο μόρφωσης, εμφάνισης και γενικά κουλτούρας υπαγόταν σε μια λογική ανηθικότητας. Επειδή βρίσκονταν δε σε αυτή τη δεινή κατάσταση στις τρώγλες που ζούσαν, υπήρχε ο φόβος ότι χρησιμοποιούν τα θέλγητρά τους με στόχο έναν πετυχημένο γάμο που θα τις απελευθερώσει από την άθλια ζωή τους στους καταυλισμούς, γεγονός που είχε προσλάβει διαστάσεις ηθικού πανικού την εποχή εκείνη. Επιπλέον οι συνοικισμοί αποτελούσαν πόλο έλξης για τους γόνους αστικών οικογενειών λόγω του εντελώς διαφορετικού τρόπου που διασκέδαζαν, όπου μπορούσες να ακούσεις από φοξ τροτ μέχρι αμανέδες, πρωτόγνωρα πράγματα για τα ήθη της εποχής που ξεμυάλιζαν τα πλουσιόπαιδα.
»Ολη αυτή η ξεχωριστή κουλτούρα δημιουργεί έναν έντονο λαϊκό πολιτισμό, ο οποίος αμφισβητεί για πρώτη φορά τον κυρίαρχο και κορυφώνεται με τα ρεμπέτικα. Και αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που αντιμετώπισαν τότε οι παλαιοελλαδίτες. Διόλου τυχαία θεωρούνται απειλή και τίθενται στο στόχαστρο του δικτάτορα που αντιμετωπίζει με απαγορεύσεις τα ρεμπέτικα, τα χασικλίδικα, τους αμανέδες και τον Καραγκιόζη…» μας εξηγεί ο κ. Χαραλαμπίδης.


____
* Οι αναφορές από τον Τύπο και τα στοιχεία της εποχής προέρχονται από το προαναφερθέν άρθρο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, που δημοσιεύτηκε στην «Ιστορία της Μικράς Ασίας», επιμέλεια Αρτέμη Ψαρομήλιγκου και Βασιλικής Λάζου, τόμος 7, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», Οκτώβριος 2011.

______________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου